- φρουράρχου
- φρούραρχοςcommander of a watchmasc gen sgφρουράρχηςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακρόπολη — Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα και την ηπειρωτική και τα νησιά αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε … Dictionary of Greek
στρατοπεδάρχης — ο, ΝΜΑ διοικητής στρατοπέδου νεοελλ. αξιωματικός στον οποίο έχουν ανατεθεί δικαιοδοσίες και καθήκοντα ανάλογα με τού φρουράρχου σε περίπτωση κατά την οποία περισσότερες από μία στρατιωτικές μονάδες, οικονομικώς και διοικητικώς ανεξάρτητες, έχουν… … Dictionary of Greek
υποφρούραρχος — ο, Ν στρ. ο αμέσως κατώτερος αξιωματικός μετά τον φρούραρχο, αναπληρωτής τού φρουράρχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + φρούραρχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] … Dictionary of Greek
φρουραρχία — ἡ, Α [φρούραρχος] το αξίωμα τού φρουράρχου … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Ακοίτιο — Βυζαντινή και μεταγενέστερη ονομασία μικρού νησιού στον κόλπο των Χανίων (σύγχρονη ονομασία Άγιοι Θεόδωροι ή Θόδωρου). Οχυρώθηκε το 1575 από τους Βενετούς για την απόκρουση πιθανής τουρκικής απόβασης. Κατελήφθη το 1645 από τους Τούρκους ύστερα… … Dictionary of Greek
Αλαμάνοι — Αριστοκρατικός οίκος από την Προβηγκία που εγκαταστάθηκε στη δυτική Πελοπόννησο κατά την Δ’ Σταυροφορία (1204). Ιδρυτής του οίκου στην Ελλάδα και πρώτος βαρόνος των Πατρών υπήρξε ο Μισέρ Γουλιάμος Αλαμανός. Οι συνεχείς προστριβές των Α. με τον… … Dictionary of Greek
Ναύπλιο — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 13.822 κάτ.) της ανατολικής Πελοποννήσου, πρωτεύουσα σήμερα του νομού Αργολίδος. Το Ν. ήταν η πρώτη πρωτεύουσα της νεότερης Ελλάδας και έδρα του ομώνυμου δήμου, στην οποία υπάγονταν διοικητικά ο δήμος Ναυπλιέων και οι… … Dictionary of Greek
Ταρπηία — Ρωμαϊκή θεότητα του κάτω κόσμου, που γύρω της δημιουργήθηκε ένας μύθος. Σύμφωνα με τον μύθο αυτό, ήταν κόρη του Ταρπήιου, φρούραρχου του Καπιτώλιου στον πόλεμο των Ρωμαίων εναντίον των Σαβίνων. Μια μέρα βγήκε από το Καπιτώλιο για να πάρει νερό… … Dictionary of Greek
Τίτος Τάτιος — Μυθικός βασιλιάς των Σαβίνων. Μετά τη συμφιλίωση ανάμεσα στον λαό του και στους Ρωμαίους, που ακολούθησε την αρπαγή των Σαβίνων, κυβέρνησε μαζί με τον Ρωμύλο και τους δύο λαούς. Λέγεται πως κατέλαβε το Καπιτώλιο δωροδοκώντας την Ταρπηία, την κόρη … Dictionary of Greek